-
1 Account
subs.Narrative: P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ.Give an account of one's career: P. τοῦ βίου λόγον διδόναι.Report, description: P. ἀπαγγελία, ἡ.Value, consideration: P. and V. λόγος, ὁ.Make no account of: P. περὶ οὐδενὸς ποιεῖσθαι (acc.), V. οὐδαμοῦ τιθέναι (acc.).Of no account: V. ἀναρίθμητος, παρʼ οὐδέν.Be of no account: V. oὐδαμοῦ εἶναι.Turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).On account of: P. and V. διά (acc.), ἕνεκα (gen.), χάριν (gen.) (Plat.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.), V. εἴνεκα (gen.).Cast accounts: P. τιθέναι ψήφους (Dem. 304).I haven't mentioned even a fraction of the sins standing to their account: P. οὐδὲ πολλοστὸν μέρος εἵρηκα τῶν τούτοις ὑπαρχόντων κακῶν (Lys. 144).Examination of accounts: Ar. and P. εὔθυνα, ἡ, or pl.Demand one's accounts: P. λόγον ἀπαιτεῖν.Render account: P. εὔθυναν διδόναι, λόγον ἀποφέρειν.Put down to one's account, v.: P. καταλογίζεσθαι (τί, τινι), P. and V. ἀναφέρειν (τι, εἴς τινα); see Impute.Take into account: P. ὑπολογίζεσθαι.——————v. trans.See Consider.Account for: P. λόγον διδόναι (gen.).Be cause of: P. and V. αἴτιος εἶναι (gen.).Be satisfactorily accounted for ( of money): P. δικαίως ἀποφαίνεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Account
-
2 Consequence
subs.P. τὸ ἀποβαῖνον, τὸ συμβαῖνον, τὸ ἐκβαῖνον.Be the consequence, v.: P. and V. συμβαίνειν, ἐκβαίνειν, P. ἀποβαίνειν, περιγίγνεσθαι.Consider of much consequence, v.; P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι (acc.).In consequence of, prep.: P. and V. διά (acc.), ἕνεκα (gen.), χάριν (gen.) (Plat.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.), V. εἵνεκα (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Consequence
-
3 Treat
v. trans.Be treated well: P. and V. εὖ πάσχειν.Be a treated ill: P. and V. κακῶς πάσχειν.Treat as of as account: V. θέσθαι παρʼ οὐδὲν (Eur., I. T. 732); see Disregard.Express in art: P. ἀπεργάζεσθαι.Treat medically: P. and V. θεραπεύειν, V. κηδεύειν.Receive with hospitality: P. and V. δέχεσθαι, προσδέχεσθαι, ξενίζειν, ξενοδοκεῖν (Plat.) (absol.), Ar. and P. ὑποδέχεσθαι, V. ξενοῦσθαι.Entertain, give pleasure to: P. and V. τέρπειν (acc.).V. intrans.Negotiate: P. λόγους ποιεῖσθαι; see Negotiate.Come to terms: P. and V. συμβαίνειν, σύμβασιν ποιεῖσθαι.Do business: P. χρηματίζεσθαι.Treat of: P. πραγματεύεσθαι περί (gen.).——————subs.Pleasure: P. and V. τέρψις, ἡ, ἡδονή, ἡ.Good cheer: Ar. and P. εὐωχία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Treat
-
4 Unimportant
adj.Not worth talking of: P. οὐκ ἀξιόλογος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unimportant
-
5 Beyond
prep.Of time or place: P. and V. πέρα (gen.).Of place only, across: P. and V. πέραν (gen.).The parts beyond: P. and V. τοὐπέκεινα (gen.).measure: P. and V. ὑπερ (acc.).Beyond description: P. and V. κρείσσων λόγου, V. κρείσσων ἢ λέξαι.Beyond measure: see Exceedingly.Beyond one's strength: P. παρὰ δύναμιν, ὑπὲρ δύναμιν.Reguiring nothing beyond sufficient support: πέρα ἱκανῆς τροφῆς οὐδὲν ἀξιοῦντες (Plat., Critias, 110D).——————adv.Of time, place or degree: P. and V. πέρα.Of place only: P. and V. πέραν.Farther: P. and V. περαιτέρω.More: P. and V. πλέον, V. ὑπέρτερον.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beyond
См. также в других словарях:
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
въмѣнити — ВЪМѢН|ИТИ (74), Ю, ИТЬ гл. 1. Счесть, посчитать что л. за что л., приравнять что л. к чему л.: ˫Ако клевештаи къ тебъ на дрѹга своѥго. подобьнъ ѥсть закалающѫѹмѹ брата своѥго: ты же аште послѹшаѥши ѥго. ѡного заколени˫а кръвь испиваѥши. объ||шть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
не — 1 (>20 000) част. отриц. Может употребляться при любом члене предлож. Если относится к слову с предл., то ставится перед предл. 1.Служит для выражения полного отрицания того, что обозначает слово или словосочетание, перед которым она стоит:… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
BRACHMANES vel BRACHMANAE — BRACHMANES, vel BRACHMANAE Palladio Bragmanes, Indornm Gymnosophistae, quorum Princeps Dandamis erat tempore Alexandri Magni; Iarchas vero, quando Apollonius Tyaneus, discendi visendique studiô ad illos se contulerat. Hi simulacra contemnebant,… … Hofmann J. Lexicon universale
CYPHON — I. CYPHON catastae genus, qua rei vinciebantur aut torquebantur. Ita Aristoteles, Politic. l. 5. c. 6. Heracleae Eurytionem et Thebis Archiam, in adulterii poenam, δεθῆναι εν ἀγορᾷ εν τῷ κύφωνι, in foro cyphoni fuisse alligatos, scribit. Suidas… … Hofmann J. Lexicon universale
επίκλημα — ἐπίκλημα, τὸ (Α) [επικαλώ] 1. κατηγορία, μομφή 2. επίκληση, υπενθύμιση προσωπικών υπηρεσιών για απαλλαγή από τιμωρία («παρ’ οὐδὲν αὑταῑς ἧν ἃν ὀλλύναι πόσεις ἐπίκλημ’ ἐχούσαις ὅ,τι τύχῃ», Ευρ.) … Dictionary of Greek
κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα … Deutsch Wikipedia
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek